βαρβαροστομία

βαρβαροστομία
βαρβαροστομίᾱ , βαρβαροστομία
barbarous way of speaking
fem nom/voc/acc dual
βαρβαροστομίᾱ , βαρβαροστομία
barbarous way of speaking
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βαρβαροστομία — βαρβαροστομία, η (Α) βαρβαρικός τρόπος ομιλίας …   Dictionary of Greek

  • βάρβαρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Μαΐου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, πιθανώς μαζί με τους Αλέξανδρο, Ακόλουθο και Μάξιμο. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 3. Ο όσιος ο μυροβλήτης. Κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • κακοστομία — η (AM κακοοτομία) [κακόστομος] (για την προφορά τής Ελληνικής από βαρβάρους ελληνομαθείς) λανθασμένη, ελαττωματική, κακή προφορά («ἄλλη δέ τις ἐν τῆ ἡμετέρᾳ διαλέκτῳ ἀνεφάνη κακοστομία καὶ οἷον βαρβαροστομία», Στράβ.) νεοελλ. κακοσμία τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”